Loading...

ΑΣΤΟΧΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ

ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ
ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΞΩΝ
Ἀγχιβασίην

Τὰ Παράδοξα

Ὅλα τὰ παράδοξα ὀφείλονται εἴτε σὲ λανθασμένες ἤ σὲ ἀνεπαρκεῖς ἤ σὲ στρατευμένες λογισμικὲς διαδικασίες.

Ἡ ἱστορία, ἡ δομὴ καὶ τὰ εἴδη τῶν παραδόξων.

Ἂς ἀρχίσουμε ἀπ' τὸ τελευταῖο.

Τὰ εἴδη τῶν «παραδόξων»

  1. Αἴσθηση – Ἐμπειρία,
    Ὅλες οἱ ἀπάτες τῶν αἰσθήσεων ὀφείλονται σὲ «ἀδυναμία» τοῦ πλαισίου σκέψης/ἐπεξεργασίας τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων, παραδείγματος χάρη οἱ ἀπάτες τῶν ταχυδακτυλουργῶν. Τὰ παράδοξα τῶν αἰσθήσεων, τὰ ὁποῖα λέγονται «ἀπάτες τῶν αἰσθήσεων» καὶ εἶναι οἱ ὀπτικές ἀπάτες, οἱ ἀπάτες τῆς ἀκοῆς καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς. Γιὰ αὐτὰ ἔχω γράψει ἀρκετὰ ἐδῶ.
  2. Σκέψη – Λόγος
    Ὅλοι οἱ παραλογισμοί· ὅπως οἱ φαινόμενοι ἢ λανθασμένοι συλλογισμοί, οἱ ἐριστικοὶ λόγοι, τὰ ψεύδη, οἱ ἀδολεσχίες, οἱ σολοικισμοί, οἱ σοφιστεῖες καὶ ὅλα τὰ τοιαῦτα, ὀφείλονται εἴτε σὲ κακὴ πρόθεση τῶν ὁμιλούντων ἢ καὶ σὲ «ἄγνοια-ἀδυναμία» ἐλέγχου τοῦ συλλογισμοῦ ἀμφοτέρων τῶν συνομιλητῶν καὶ ὁδηγοῦν σὲ «παράδοξα» συμπεράσματα. Πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν πάντοτε «ἀντιφατικὲς ἢ ψευδεῖς προκείμενες», οἱ ὁποῖες ἔχουν μὲ κάποιο τρόπο ξεφύγει τοῦ ἐλέγχου.
  3. Ἐπιστήμη – Γνώση – Ἰδεολογία
    Τὰ κυρίως «παράδοξα» εἶναι αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Ἐμφανίζονται εἴτε στὴν ἀντίστοιχη «Ἐπιστήμη», ὅπως «Λογικῆς», «Μαθηματικῶν», «Φυσικῆς», «Βιολογίας» ἢ στὴν ἀντίστοιχη «Ἰδεολογία», ὅπως «Νομικῆς», «Οἰκονομίας», «Πολιτικῆς», «Θεολογίας», «Κοινωνιολογίας», σὲ σχέση μὲ τὴν «πραγματικότητα». Τὸ «πλαίσιο τῶν πρώτων ἀρχῶν» ἑκάστης ἐπιστήμης τῶν ἀνωτέρω, καθὼς καὶ τὸ πλαίσιο τῶν «ἀποδεκτῶν ἐνδόξων/δοξασιῶν» ἑκάστης Ἰδεολογίας, ἔρχεται σὲ ἀντίφαση μὲ το «Πλαίσιο» κάποιας «ἄλλης» ἢ τῆς «πραγματικότητας» καὶ ἔτσι προκύπτει το «Παράδοξον».

Ἡ δομὴ τῶν παραδόξων

  • Τὰ παράδοξα τῶν αἰσθήσεων, τὰ ὁποῖα λέγονται ἀπάτες τῶν αἰσθήσεων καὶ εἶναι οἱ ὀπτικές ἀπάτες, ἀπάτες τῆς ἀκοῆς καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς, ἔχουν αἰτία τὸ ἐλλιπὲς λογισμικὸ τοῦ ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου. Γιὰ αὐτὰ ἔχω γράψει ἀρκετὰ ἐδῶ.
  • Τὰ παράδοξα τοῦ ἐριστικοῦ λόγου, ὅπως ρητορικὰ, νομικά, σοφιστεῖες καὶ τὰ τοιαῦτα, ὅσα δηλαδὴ ἐμπλέκονται στοὺς μηχανισμοὺς τῶν νομικῶν ὁρισμῶν καὶ ἑρμηνειῶν σὲ σχέση μὲ τὴν ὑπάρχουσα πραγματικότητα, ἐκεῖ παίζουν μὲ τὸν «χρόνο» καὶ μὲ τὶς διαφορετικὲς ἑρμηνεῖες τῶν νόμων καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἰδιαιτερότητες τῆς νομικῆς ἀντιφατικότητας. Γενικῶς αὐτὰ τὰ παράδοξα τοῦ λόγου (ὁμιλίας) εἶναι τὰ καθαυτὰ «σοφίσματα».
  • Τὰ παράδοξα τῆς πραγματικότητας προέρχονται ἀπὸ δεισιδαιμονίες, αὐθεντίες, δόγματα, προφητεῖες, προβλέψεις τοῦ μέλλοντος (καφεμαντεῖες, ἀστρολογικὲς προβλέψεις, χειρομαντεῖες κ. λπ.) γιὰ τὰ ὁποῖα πλέον δὲν γίνεται σοβαρός λόγος.
  • Τὰ ἐπιστημονικὰ παράδοξα, (μαθηματικῶν, τυπικῆς λογικῆς κ.λπ.), τὰ λεγόμενα «παράδοξα τῆς σκέψης» ἀποσαφηνίζονται σχεδὸν ὅλα ἀναγόμενα σὲ θέματα τῶν «ὁρισμῶν» καὶ τῶν «ἀξιωμάτων». Τὰ παράδοξα τῶν μαθηματικῶν, ὅλα σχεδὸν ἀνάγονται στὸ Θεώρημα τοῦ Kurt Gödel, ἔχουν δηλαδὴ πίσω τους τὸ «Ἄπειρον», τὸ «Μηδέν», καὶ τὴν «Συνέχεια»!
  • Τὰ «δογματικὰ» καὶ τὰ «νομικὰ» παράδοξα ἢ ἀδιέξοδα εἶναι ἀπ' τὴν φύση τους παραλογισμοί. Καθὼς ἐπίσης ὅλα τὰ «κοινωνικὰ» παράδοξα, ὅπως ἰδεολογίες, τζόγος, τοκισμὸς, δουλεία, ἄρχοντες, ἰδιοκτησίες, τὸ δίκιο τοῦ ἰσχυροτέρου κ. λπ., τὰ ὁποῖα εἶναι τῆς ἴδιας τάξης, μεγέθους καὶ δομῆς μὲ τὰ δογματικὰ τοιαῦτα, καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδα καὶ πολέμους.
  • Τὰ παράδοξα τῶν «φυσικῶν ἐπιστημῶν» εἶναι πολλὰ, καὶ τὰ συναντοῦμε σὲ κάθε ἐπὶ μέρους ἐπιστήμη, καθότι ἐδῶ ἔχουμε ἀναπάντητα καὶ πολὺ δύσκολα ἐρωτήματα, ὅπως τὸ «ποθὲν τῆς κίνησης», τὰ αἴτια τῆς γένεσης, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ πολλῶν ἄλλων, τὰ ὁποῖα σπεύδουν νὰ ἀπαντήσουν διάφοροι θερμοκάφαλοι διανοούμενοι καὶ μᾶς φλομώνουν μὲ τὶς διάφορες «δοξασίες» τους. Ἕνα παράδειγμα «παράδοξου» ἀπὸ τὴν σύγχρονη Φυσικὴ· ἕνας «κακός» τρόπος ἐφαρμογῆς τῆς θεωρίας τῆς σχετικότητας ὅπου ὁ ταξιδιώτης στὸ «χρόνο» σκοτώνει τὸν «παπποῦ» του! Ἐδῶ εἶναι προφανές ὅτι τὸ πείραμα εἶναι ἕνα διανοητικὸ λάθος στὸν σχεδιασμὸ καὶ τὴν διατύπωσή του.

Ἡ Ἱστορία τῶν παραδόξων

Ἡ Ἱστορία τῶν παραδόξων ξεκινᾶ ἀπ' τὸν Ζήνωνα μὲ τὸ γνωστὸ παράδοξο τοῦ βέλους, καὶ τὶς πολλὲς παραλλαγές του, ὅπως αὐτὴ τοῦ Ἀχιλλέα καὶ τῆς χελώνας, τὸ ὁποῖο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῆς δομῆς τοῦ «χώρου» καὶ τοῦ «χρόνου» ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη νόηση, ἐρωτήματα ποὺ μέχρι σήμερα παραμένουν ἀνοικτά.

Στὴν συνέχεια, οἱ ρήτορες καὶ οἱ σοφιστὲς ἀνέπτυξαν σὲ πολὺ ὑψηλὸ ἐπίπεδο τὸν «ἐριστικὸ λόγο» καὶ «τὰ λογικὰ παράδοξα», τὰ ὁποῖα συγχώνευσαν μὲ τὶς «σοφιστεῖες», ὅπως τὴν ἀρνητικὴ αὐταναφορά καὶ τὶς ὁμωνυμίες.

Τὰ βασικὰ ἐργαλεῖα στὴν φαρέτρα τῶν σοφιστῶν:

  • ἡ ὕπαρξη τοῦ μηδενός (ἀντίφαση)
  • ὁ ψεύτης Κρητικός (ἀσαφὴς ὁρισμός)
  • ἡ ‎πληρωμὴ στὴν πρώτη δικαστικὴ νίκη (παράδοξο Κόρακος)
  • ἐγὼ δὲν ὁμιλῶ (ἀρνητικὴ αὐταναφορά)
  • καὶ ἄλλα πολλὰ παρόμοια συνθέτουν τὸ σκηνικὸ τῶν παραδόξων στὴν Ἑλλάδα τὴν ἐποχὴ τοῦ «ὀρθοῦ λόγου».

Καὶ οἱ σημερινὲς προσθῆκες (ἐνδεικτικῶς):

Τὸ παράδοξον, η «ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπινου λογισμικοῦ»

Τὰ μαθηματικά καὶ τὰ λογικά παράδοξα ἐμφανίζονται ὡς τέτοια ἐπειδὴ παραβιάζονται βασικοὶ κανόνες τῆς λογικῆς. Παραδείγματος χάριν, στὴν θεωρία συνόλων, τὸ «σύνολο» εἶναι ἁπλῶς ἕνα ὄνομα καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ συνόλου εἶναι τέτοια (κατηγοροῦνται ἀπὸ αὐτό) μὲ τὸν μηχανισμὸ κατηγόρησης «καθ᾿ ὑποκειμένου», ἐνῶ οἱ ἰδιότητες τῶν στοιχείων τους τὰ κατηγοροῦν μὲ τὸν ἄλλο μηχανισμὸ κατηγόρησης, τὸν «ἐν ὑποκειμένῳ».
Ὅταν μπερδεύουμε στοὺς συλλογισμοὺς μας αὐτοὺς τοὺς δύο μηχανισμοὺς κατηγόρησης, τότε ὁδηγούμαστε σὲ παράδοξο.

Ἐπίσης, στὰ μαθηματικά, τὰ παράδοξα ἐμφανίζονται ὅταν δώσουμε ὑπόσταση σὲ μὴ ὀντότητες, ὅπως εἶναι τὸ μηδὲν καὶ τὸ ἄπειρον. Καὶ ἐδῶ ἡ εὐθύνη εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου στὸν τρόπο σχεδίασης τῆς σκέψεως καὶ τοῦ συλλογισμοῦ.

Ὅλα τὰ παράδοξα εἶναι παράδοξα τῆς σκέψης! Δηλαδὴ λανθασμένες, ἀνεπαρκεῖς ἢ στρατευμένες λογισμικὲς διαδικασίες.
Καὶ εἴτε ἐπιβάλλονται κοινωνικὰ εἴτε ἐπιβάλλονται στὴν σκέψη τῶν ἀνθρώπων μέσῳ μιᾶς ἰδεολογίας ἤ εἶναι παράδοξα τῆς παραβίασης τῶν κανόνων τῆς λογικῆς, στὴν ὁποία συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, μὲ δόλο ἢ χωρίς, ἐμπίπτουν ὅλα τὰ παράδοξα!

Ὅλα τὰ παράδοξα ὀφείλονται σὲ ἀνεπαρκὲς λογισμικό!

Τὸ «παράδοξον» ποὺ ἐμφανίζεται στὸν λόγο εἶναι ἕνα εἶδος σοφιστείας καὶ ὀφείλεται στὴν ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπινου λογισμικοῦ. Τὰ εἴδη τοῦ παράδοξου μπορεῖ νὰ χωριστοῦν ἀνάλογα μέ τὸ ποιὸ εἶναι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο, ποὺ ἐνῶ δὲν ἔχει νόημα, τὸ ἐμφανίζουμε ἢ τὸ θεωροῦμε πῶς ἔχει νόημα.

Παραδείγματος χάρη τὸ «ἄπειρον», ὅταν ἀπὸ ἐπίθετο γίνεται οὐσιαστικὸ, δηλαδὴ ὅταν ἐμφανίζεται ὡς πρώτη ἢ καὶ δεύτερη οὐσία καὶ ὄχι ὡς ἰδιότητα σκέψης (δηλαδὴ ποιότητα ἀνθρώπινης νόησης), μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἀντιφάσεις καὶ παράδοξα. Ἢ ὅπως παραδείγματος χάριν ἐὰν κάποιος θεωρεῖ τὸ «μηδὲν» ὡς κάτι τῶν ὑπαρκτῶν, αὐτόματα ὁδηγεῖται σὲ ἀντίφαση γιατί λέει ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει.

Ἕνα τρίτο παράδειγμα θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ «ἀποδοχὴ τῆς συνέχειας στὴν σκέψη», οἱ ἔννοιες καὶ τὰ ὀνόματα στὴν λογικὴ ὀφείλουν νὰ εἶναι διακριτὰ μεταξύ τους εἰδικὰ στὶς ἔννοιες τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου. Τὸ ἂν ἡ συνέχεια ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει στὴ «φύση» εἶναι ἕνα μεγάλο δύσκολο καὶ ἄλυτο αἰώνιο ἐρώτημα ὅλων τῶν φιλοσόφων ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἀλλὰ τὸ νὰ δεχτοῦμε μία συνέχεια στὴ φύσῃ καὶ νὰ τὴ μεταφέρουμε στὴ σκέψῃ ἐδῶ κάνουμε τὸ μεγάλο ἀτόπημα. Ἡ σκέψῃ δὲν μπορεῖ νὰ δουλέψει μὲ συνέχεια θέλει διακεκριμένα σημεῖα ἀλλιῶς θὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ παράδοξα.

«ἀρνητικὴ αὐτοαναφορά»

Μία ὁμάδα παραδόξων ὀφείλονται στὴν «ἀρνητικὴ αὐτοαναφορά» τοῦ ὑποκειμένου ἢ νὰ τὸ ποῦμε μὲ ἁπλὰ λόγια κι ἕνα παράδειγμα, ἐὰν κάποιος πεῖ ὅτι «ἐγὼ δὲν ὑπάρχω» ἐδῶ ἔχουμε μία ἀντίφαση. ὅπως ἐπίσης ἐὰν πεῖ «ἐγὼ δὲν ὁμιλῶ».

«αὐταπάτες τῶν αἰσθήσεων»

Ἕνα φαινόμενο τὸ ὁποῖο συντηρεῖ ἀλλὰ καὶ προάγει μὲ ἔμμεσο τρόπο τὰ διανοητικὰ παράδοξα εἶναι οἱ ἀπάτες ποὺ μποροῦν νὰ συμβοῦν στὶς αἰσθήσεις. Ὅλοι μας γνωρίζουμε αὐτὲς τίς ἀπάτες καὶ εἶναι καταγεγραμμένες ἀπὸ τοὺς διάφορους ψυχολόγους. Δὲν θὰ τίς ἀναφέρω ἀναλυτικὰ, ἁπλὰ προσπαθῶ νὰ τονίσω καὶ νὰ ἐντοπίσω τὸ ἑξῆς: ἀπὸ αὐτὲς τίς «ἀπάτες τῶν αἰσθήσεων» ὑπάρχει ἕνας ἐσωτερικὸς βαθύτερος ψυχολογικὸς μηχανισμὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀδιέξοδο καὶ στὴν ἀποδοχὴ τῶν παραδόξων.

Ὅλες οἱ «ἐξουσίες» συντηροῦν καὶ ἐνθαρρύνουν τὴν φιλολογία γιὰ τὴν ὕπαρξη παραδόξων. Πρέπει οἱ ὑπήκοοι καὶ ὑποτελεῖς νὰ ἐξοικειωθοῦν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ «παράλογο».

Ὅ,τι (δὲν) σὲ «τρελλαίνει», σὲ κάνει πιὸ σοφό!


Ἀγχιβασίην